φαναρ(ι)τζής

φαναρ(ι)τζής
ο
πληθ. -ήδες
1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής.
2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζήδικο — το, Ν [φαναρ[ι]τζής, ήδες] το εργαστήριο τού φαναρ(ι)τζή …   Dictionary of Greek

  • φανοποιός — ο, Ν ο φαναρ(ι)τζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο τού 1865] …   Dictionary of Greek

  • κολληταρτζής — και κολλητηρτζής, ο 1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη 2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ τζής] …   Dictionary of Greek

  • σαμαρτζής — ο, Ν σαμαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. τζής (πρβλ. φαναρ τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”